- σκοπέλους
- σκόπελοςlookoutplacemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… … Dictionary of Greek
Πρίγκιπα Εδουάρδου, νησί του- — (Prince Edward Island). Επαρχία του νοτιοανατολικού Καναδά, στο νότιο τμήμα του Κόλπου του Σεντ Λόρενς, η οποία αποτελείται από το ομώνυμο νησί και από πολυάριθμα άλλα νησάκια και σκοπέλους. Έχει έκταση 5.660 τ. χλμ. Πρωτεύουσα είναι η Σάρλοταουν … Dictionary of Greek
σήματα — Σημάνσεις ή επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων διάφορων τύπων. Υποτυπώδη οπτικά ή ακουστικά σ. χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, σχεδόν αποκλειστικά στην ξηρά ήδη από την αρχαιότητα (είναι γνωστές οι φρυκτωρίες των αρχαίων Ελλήνων … Dictionary of Greek
CHELIODONIAE — insulae parvae contra Tauri promontorium pestiferae navigantibus, duae sunt, quarum una Corydela, altera Menalippea dicitur. Steph. Dionys. trium meminit, v. 506. Τὴν δὲ μετ᾿ ἀντολίην δὲ Χελιδονίαι γεγαάσι Τρεῖς νῆσοι, μεγάλης Παταρηΐδος ἔνδοθεν… … Hofmann J. Lexicon universale
ORCHISTOPOLUS — Graece Ο᾿ρχηςτόπολος. in vet. libro Notarum, Orchistopolis, Salmasio ad Solinum est, qui vertiginosâ et concitâ saltatione in orbem movetur: namque πολεῖςθαι in circulum moveri ac circumagi est Hesychio. Hinc apud Iul. Firmicum l. 8. Math. c. 15 … Hofmann J. Lexicon universale
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 … Dictionary of Greek
ευσκόπελος — εὐσκόπελος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς σκοπέλους, ο βραχώδης … Dictionary of Greek
νέτος — η, ο θηλ. και α (Μ νέτος) 1. (για θάλασσα) καθαρή, χωρίς ξέρες, σκοπέλους ή άλλα εμπόδια 2. (για νησί) αυτό που η θάλασσα γύρω του δεν έχει ξέρες ή άλλα εμπόδια 3. (για πρόσ.) αυτός που δεν συναντά ξέρες ή άλλα εμπόδια στο ταξίδι του, σίγουρος,… … Dictionary of Greek